- ἀσύμμετρα
- ἀσύμμετροςincommensurableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
σύμμετρα μεγέθη — Αν A, B είναι ευθύγραμμα τμήματα και υπάρχει ευθύγραμμο τμήμα Γ και φυσικοί αριθμοί α, β, έτσι ώστε να είναι: Α = α. Γ και Β = β. Γ, τότε και μόνο λέμε ότι τα Α, Β είναι σύμμετρα μεταξύ τους (γράφοντας μ. Γ, όπου μ φυσικός αριθμός εννοούμε το Γ,… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
στερεοϊσομέρεια — Ειδική μορφή ισομέρειας οργανικών ενώσεων, όπως π.χ. είναι τα σάκχαρα, τα γαλακτικά οξέα, τα τρυγικά οξέα, που διακρίνονται με τη διαφορετική διάταξη στο χώρο των ατόμων σε κάθε μόριό τους. Οι στερεοϊσομερείς ενώσεις περιέχουν πάντοτε ένα ή… … Dictionary of Greek
ταξίδες — (Taxaceae). Οικογένεια γυμνόσπερμων φυτών. Περιλαμβάνει αειθαλή δέντρα και θάμνους. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και συχνά ασύμμετρα. Οι ώριμοι σπόροι περιβάλλονται από σαρκώδες στρώμα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί 20 είδη που ευδοκιμούν κυρίως… … Dictionary of Greek